φοινικίδιον

φοινικίδιον
τὸ, Α
κόσμημα με σχήμα παρόμοιο με το σχήμα τού καρπού τής χουρμαδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σωλην-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φοινικίδιον — young neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινικίδιον — τὸ, Α νεαρός ή μικρόσωμος κάτοικος τής Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῑνιξ, οίνικος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. Σωκρατ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”